Donnerstag, Dezember 03, 2009

Ξεροσφύρι φωτογραφίες!







Απο το ένα ξεροσφύρι στο άλλο.
Πρώτα τα πόστ μόνο με κείμενα και τώρα μόνο με φωτογραφίες.
Οι τοποθεσίες των φωτογραφιών είναι
Αμβούργο, Κοπεγχάγη, Αμβούργο, Κοπεγχάγη, Κοπεγχάγη.

Samstag, November 21, 2009

ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΦΛΙΝΤΧΟΛΜ

Αυτό το πάρκο, ένα πραγματικά αστικό πάρκο κι όμως επαρχιακό στο πραγματικό του γονιδίωμα. Ενά πάρκο με ιδιαίτερη τοπολογία. Ένα δάσος χωρίς πυκνά δέντρα και μια προστατευμένη έκταση που δεν χρίζει προστασίας.
Από τη μια μεριά οι γραμμές του τρένου, ως επί το πλείστον αόρατες πίσω από τα δέντρα και τα πράσινα ημίψηλα λοφάκια.
Από την άλλη μεριά ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, αρκετά πολυσύχναστος, με κίνηση, και με το μυστήριο όνομα.
Παρκόδρομος του Γρένταλ.

Ξεκινώντας
απο τον αδιαφιλονίκητα φουτουριστικό σταθμό του Φλίντχολμ, υπάρχουν δύο πιθανότητες σε σχέση με το πάρκο. Δεξιά η αριστερά. Το δεξί μισό του πάρκου ξεκινάει αμέσως μετά την κάθοδο της εξόδου του Μετρό.

Τα
ατομα που κυκλοφορούν σε αυτο το πάρκο ειναι το ίδιο ιδιαίτερα με αυτό. Έχουν ενα εξ'ορισμού συνωμοτικό ύφος και προσπαθούν να είναι διακριτικά στην διατήρηση του μυστικού.

Μικροί επαναστάτες και
αντάρτισσες, κινούνται σε ενα κρυφό, σχεδόν ευλογημένο χώρο μεταξύ των κόκκινων ες-τρένων και της ασφάλτου.
Σε αυτόν τον φρέσκο, μακρόστενο μικρόκοσμο κυκλοφορούν οι πλέον ανέμελοι σκύλοι, συνοδευόμενοι
απο εξ’ισου χαμένα στον κόσμο τους αφεντικά.

Η βασική τους ασχολία ειναι να ευχαριστιούνται τα εκάστοτε ανοίγματα του πάρκου, και το ελαφρά υπερυψωμένο μέρος του.

Το πάρκο πάσχει απο την απόσταση στην οποία εκτείνεται. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αρκετά χιλιόμετρα.
Η γραμμικότητα, και ο μόνιμα περιορισμένος ορίζοντας του πάρκου προσφέρει μια ψευδαίσθηση περιπετειωδών εξορμήσεών σε άγνωστα μονοπάτια.
Το πάρκο
περπατιέται κατά μήκος, και είναι ελαφρώς κατηφορικό με πολλές αναπάντεχες στροφές και γυρίσματα. Οι μικροί χωματόδρομοι, και τα γεμάτα νερό αυλάκια με λασπόνερα αποτελούν το κυρίως τερέν του πάρκου και ενίοτε δημιουργούν εντυπώσεις μιας αποκομμένης εξοχικής ύπαρξης.

Το πάρκο περνάει κάτω από τούνελ και σταθμούς τρένου. Γίνεται σκοτεινό και υγρό, και κάποιες φορές ανοιχτό και γεμάτο οξυγόνο. Κάποτε ανοίγεται σε εντυπωσιακά πλάτη, και κάποτε εξαφανίζεται σχεδόν εντελώς.
Σε κάποια στιγμή ανηφορίζει και καταλήγει να συνυπάρχει παράλληλα με μια
κανονικότατη γειτονιά. Οι μικρές μονοκατοικίες και οι παιδικές χαρές με τους ντόπιους κατοίκους, αποσπούν την προσοχή από το πάρκο και το εξαφανίζουν από προσώπου γης.
Για όσους όμως δεν επηρεάζονται από τις σειρήνες, μια αναπάντεχη, ενάντια στις πιθανότητες συνέχεια του δάσους υπάρχει καλά κρυμμένη πίσω
απο ένα δασάκι. Είναι πλέον υπερβολικά στενό, και συνοδεύεται από ένα φράχτη κατά μήκος των γραμμών στα δεξιά.

Στο τέλος του πάρκου, στο πραγματικό του τέλος, εκπλήξεις παραμονεύουν. Αν για παράδειγμα κάποιος συνεχίσει ίσια, βρίσκεται σε ένα παράξενο τοπίο αποτελούμενο κυρίως απο μπετόν, σύρματα και αυλόπορτες. Οδηγεί σε ενα κούφιο υπόγειο χώρο κάτω απο την εθνική οδό. Ένα είδος πυρηνικού καταφυγίου η υπόγειου αμφιθεάτρου. Υπάρχει εκεί μια ράμπα του σκειτμπορντ και ένας ενοχλημένος επιστάτης που πάντα επιμένει πως πρόκειται για ιδιωτικό χώρο. Α, εντάξει θα περιμένω μια επίθεση με πυρηνικά λοιπόν, ένα είδος πυρηνικού χειμώνα, και τότε θα ξαναέρθω με μια σανίδα του σκειτμπορντ παραμάσχαλα.

Αν κάποιος έστριβε δεξιά στο τέλος του πάρκου, θα ανακάλυπτε ένα δρόμο που στην πραγματικότητα είναι ένα σύνορο.
Απο τη μια μεριά, ετοιμόρροπες βιομηχανίες από παλιότερες εποχές. Περίεργες φάτσες και περίεργες επιχειρήσεις. Περίεργες μάντρες και περίεργα κτίρια. Άρωμα γκέτο, και απειλής.

Απο την άλλη μεριά του δρόμου, μια περιοχή με υπέροχες βίλες και πανάκριβες μονοκατοικίες. Αυλές με δέντρα, που εκπέμπουν μία οικογενειακή ανάπαυλα, ενα παράθυρο σε ενα αρμονικό κόσμο. Οι κάτοικοι αυτών των σπιτιών ζουν πιθανότητα σε μια κατάσταση μόνιμων Χριστουγέννων, χουχουλίαζουν κάτω απο τα ζεστά τους στρωματα, περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη, ενω γλυκά ευωδιάζουν απο την κουζίνα

Freitag, November 20, 2009

ΑΜΑΡ, ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ. ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΗΣΙΟΥ.

Ένας κόσμος από κόκκινα τούβλα στις προσόψεις των κτιρίων.

Και βροχή. Συννεφιά και βροχή πάνω από όλους και όλα. Μια αδιαπραγμάτευτη σταθερά, που βάζει τις βάσεις για αυτήν την πολυσυζητημένη ισότητα, που αφήνει τους πάντες, ίσους και ίσως για αυτό και αδιάφορους.

Η μόδα σε αυτό το νησί είναι απλά ακατανόητη. Με κοινό παρανομαστή την αμέλεια, το να παραμελεί κανείς απλά καθημερινά πράγματα. Κάποιες φορές, δεν ξέρει κανείς τι προσφέρεται για λύπηση, και τι είναι εκτός ορίων, εκτός ενδιαφέροντος. Λύπηση για τους γύρω, για αυτό που εκπέμπουν, για αυτό που δείχνουμε, για το παραμελημένο παρουσιαστικό τους, αυτό το συνδυασμό υπεροψίας και ατεκμηρίωτης αυτοπεποίθησης. Απύθμενο θράσος παντού. Καταντά συνηθισμένο, τελικά. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει, τι σηματοδοτεί, και τι κακό έχει ήδη κάνει.

Η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Τα σύννεφα μέρα με τη μέρα χαμηλώνουν. Το γκρίζο πέπλο της πραγματικότητας δυναμώνει μέσω ενός παραμορφωμένου ξεθωριάσματος. Η ψευδαίσθηση που δημιουργείται, είναι μια ενός σκηνοθετημένου περιβάλλοντος.

Το λεωφορείο έχει σταματήσει εδώ και λίγη ώρα. Αρκετά, ώστε να ξέρω πως είναι κάτι έξω από το κανονικό. Ένα γεγονός πιθανώς ύψιστης σημασίας. Εδώ στη μέση του πουθενά. Σε ένα νησί με πολλούς κατοίκους, που προτιμούν να μην μιλάνε μεταξύ τους. Στο νησί με τις κόκκινες προσόψεις, και την περίεργη μόδα. Στο νησί με αυτούς που τριγυρνάν με επιθετικά σκυλιά, και αυτές που δίνουν βάση στα τατουάζ τους.

Η αδύνατη, αδύναμη, μαύρη, πεπλοφορούσα σιλουέτα έξω από το λεωφορείο, στην πόρτα του οδηγού, μοιάζει να είναι ο λόγος της παρατεταμένης αυτής στάσης. Έδωσε στον οδηγό φαγητό. Μάλλον η γυναίκα του. Μάλλον από τη Σομαλία. Από τη στιγμή που του έδωσε το φαγητό μοιάζει να της δίνει μια σειρά οδηγίες. Αυτός ανέκφραστος απαγγέλει τις οδηγίες. Αυτή στεκάμενη προσοχή, μοιάζει συγκεντρωμένη στα λεγόμενα του. Ξαφνικά χαμογελάει. Ένα χαμόγελο βασισμένο σε μια απύθμενη αμηχανία, σαν ένας μηχανισμός αυτοάμυνας.

Ίδιο νησί, άλλο λεωφορείο. Ο οδηγός, με εμφάνιση από τη Νότια Αμερική. Η μουσική από την καμπίνα του, υπερβολικά δυνατά. Ακούγεται μέχρι το τέλος του λεωφορείου. Σαλσα, με ισπανικό στίχο, σε πολύ ζωντανό ρυθμό. Ο οδηγός τραγουδάει παράλληλα τους στίχους. Η ατμόσφαιρα άκρως χορευτική. Ένα λεωφορείο εντελώς εκτός τόπου, κατευθύνεται προς τον κεντρικό σταθμό, σε μια πολύ κρύα, και πολύ σκοτεινή νύχτα, γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ. Ένα λεωφορείο παράταιρο, να διασχίζει την ανούσια δανέζικη νύχτα, με αυτό το χαρούμενο σάουντρακ.

Στην άλλη μεριά του νησιού. Νύχτα. Αέρας και φυσικά βροχή. Το κρύο κατευθείαν μέσα στα κόκαλα. Περιμένοντας στο Μπέλα σέντερ, το συνεδριακό κέντρο. Ένα ζευγάρι Κινέζων, με ένα παχύ νυσταγμένος μωρό στο καρότσι. Μια κοπέλα τους ρωτάει στα αγγλικά, το όνομα και την ηλικία του βρέφους. Μετά παρατηρεί, „ειναι μεγαλος“. Το ζευγάρι, της ζητά με δυσπιστία να επαναλάβει την ερώτηση.

Δίπλα από το Μπέλα σέντερ, υπερίπταται το Μετρό. Σε αυτή τη φουτουριστική του έκφανση, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αναμονή μας σε αυτή την κρύα στάση. Παντού γύρω, τα σημάδια από οικοδομικά έργα. Προφανώς το επικείμενο περιβαλλοντικό συνέδριο. Μια ξεκάρφωτη γιγαντιαία ανεμογεννήτρια, προσπαθεί να μας φτάσει με την προπαγάνδα της γυρίζοντας αποσπασματικά μέσα στη βροχή, με μισή καρδιά.
Εμάς που δεν μας νοιάζει, δεν μας υπολογίζει κάνεις, και καμιά προπαγάνδα δεν μας αγγίζει πλέον. Στωικά περιμένουμε το 4Α να φανεί.

Στο ίδιο νησί. Βράδυ, με πάρα πολύ αέρα. Ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο. Το τζανκυ είναι γύρω στα σαράντα χρόνων. Το βλέμμα του γυαλίζει χωρίς προηγούμενο. Με το ζόρι μπορεί να ισορροπήσει στις στροφές και τα τινάγματα του λεωφορείου. Το τζανκυ ειναι πατέρας, και έχει ένα μωρό σε ένα καρότσι. Το τζανκυ κρατάει ένα μπιμπερό και κοιτάζει το μωρό. Το βλέμμα του σαν να το διαπερνάει. Σαν να κοιτάει ένα ανύπαρκτο στόχο. Κι όμως είναι το παιδί του. Σε μια στάση, κάποιοι επιβάτες πρέπει να βγούνε έξω, ώστε κάποιοι άλλοι να κατέβουν. Ο οδηγός αφήνει κάποιους να ξαναμπούν αλλά ξεκινάει μάλλον γρήγορα. Καπoioi επιβάτες έχουν μείνει έξω. Το τζανκυ ωρύεται με μια σπαρακτική φωνή ρωτάει τον οδηγό ξανά και ξανά, „μπορω να πάρω τη γυναίκα μου μαζί, σε ρωτάω με αφήνεις να έχω και τη γυναίκα μου μαζί μου στο λεωφορείο...;“