Freitag, November 20, 2009

ΑΜΑΡ, ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ. ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΗΣΙΟΥ.

Ένας κόσμος από κόκκινα τούβλα στις προσόψεις των κτιρίων.

Και βροχή. Συννεφιά και βροχή πάνω από όλους και όλα. Μια αδιαπραγμάτευτη σταθερά, που βάζει τις βάσεις για αυτήν την πολυσυζητημένη ισότητα, που αφήνει τους πάντες, ίσους και ίσως για αυτό και αδιάφορους.

Η μόδα σε αυτό το νησί είναι απλά ακατανόητη. Με κοινό παρανομαστή την αμέλεια, το να παραμελεί κανείς απλά καθημερινά πράγματα. Κάποιες φορές, δεν ξέρει κανείς τι προσφέρεται για λύπηση, και τι είναι εκτός ορίων, εκτός ενδιαφέροντος. Λύπηση για τους γύρω, για αυτό που εκπέμπουν, για αυτό που δείχνουμε, για το παραμελημένο παρουσιαστικό τους, αυτό το συνδυασμό υπεροψίας και ατεκμηρίωτης αυτοπεποίθησης. Απύθμενο θράσος παντού. Καταντά συνηθισμένο, τελικά. Αλλά κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει, τι σηματοδοτεί, και τι κακό έχει ήδη κάνει.

Η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Τα σύννεφα μέρα με τη μέρα χαμηλώνουν. Το γκρίζο πέπλο της πραγματικότητας δυναμώνει μέσω ενός παραμορφωμένου ξεθωριάσματος. Η ψευδαίσθηση που δημιουργείται, είναι μια ενός σκηνοθετημένου περιβάλλοντος.

Το λεωφορείο έχει σταματήσει εδώ και λίγη ώρα. Αρκετά, ώστε να ξέρω πως είναι κάτι έξω από το κανονικό. Ένα γεγονός πιθανώς ύψιστης σημασίας. Εδώ στη μέση του πουθενά. Σε ένα νησί με πολλούς κατοίκους, που προτιμούν να μην μιλάνε μεταξύ τους. Στο νησί με τις κόκκινες προσόψεις, και την περίεργη μόδα. Στο νησί με αυτούς που τριγυρνάν με επιθετικά σκυλιά, και αυτές που δίνουν βάση στα τατουάζ τους.

Η αδύνατη, αδύναμη, μαύρη, πεπλοφορούσα σιλουέτα έξω από το λεωφορείο, στην πόρτα του οδηγού, μοιάζει να είναι ο λόγος της παρατεταμένης αυτής στάσης. Έδωσε στον οδηγό φαγητό. Μάλλον η γυναίκα του. Μάλλον από τη Σομαλία. Από τη στιγμή που του έδωσε το φαγητό μοιάζει να της δίνει μια σειρά οδηγίες. Αυτός ανέκφραστος απαγγέλει τις οδηγίες. Αυτή στεκάμενη προσοχή, μοιάζει συγκεντρωμένη στα λεγόμενα του. Ξαφνικά χαμογελάει. Ένα χαμόγελο βασισμένο σε μια απύθμενη αμηχανία, σαν ένας μηχανισμός αυτοάμυνας.

Ίδιο νησί, άλλο λεωφορείο. Ο οδηγός, με εμφάνιση από τη Νότια Αμερική. Η μουσική από την καμπίνα του, υπερβολικά δυνατά. Ακούγεται μέχρι το τέλος του λεωφορείου. Σαλσα, με ισπανικό στίχο, σε πολύ ζωντανό ρυθμό. Ο οδηγός τραγουδάει παράλληλα τους στίχους. Η ατμόσφαιρα άκρως χορευτική. Ένα λεωφορείο εντελώς εκτός τόπου, κατευθύνεται προς τον κεντρικό σταθμό, σε μια πολύ κρύα, και πολύ σκοτεινή νύχτα, γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ. Ένα λεωφορείο παράταιρο, να διασχίζει την ανούσια δανέζικη νύχτα, με αυτό το χαρούμενο σάουντρακ.

Στην άλλη μεριά του νησιού. Νύχτα. Αέρας και φυσικά βροχή. Το κρύο κατευθείαν μέσα στα κόκαλα. Περιμένοντας στο Μπέλα σέντερ, το συνεδριακό κέντρο. Ένα ζευγάρι Κινέζων, με ένα παχύ νυσταγμένος μωρό στο καρότσι. Μια κοπέλα τους ρωτάει στα αγγλικά, το όνομα και την ηλικία του βρέφους. Μετά παρατηρεί, „ειναι μεγαλος“. Το ζευγάρι, της ζητά με δυσπιστία να επαναλάβει την ερώτηση.

Δίπλα από το Μπέλα σέντερ, υπερίπταται το Μετρό. Σε αυτή τη φουτουριστική του έκφανση, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αναμονή μας σε αυτή την κρύα στάση. Παντού γύρω, τα σημάδια από οικοδομικά έργα. Προφανώς το επικείμενο περιβαλλοντικό συνέδριο. Μια ξεκάρφωτη γιγαντιαία ανεμογεννήτρια, προσπαθεί να μας φτάσει με την προπαγάνδα της γυρίζοντας αποσπασματικά μέσα στη βροχή, με μισή καρδιά.
Εμάς που δεν μας νοιάζει, δεν μας υπολογίζει κάνεις, και καμιά προπαγάνδα δεν μας αγγίζει πλέον. Στωικά περιμένουμε το 4Α να φανεί.

Στο ίδιο νησί. Βράδυ, με πάρα πολύ αέρα. Ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο. Το τζανκυ είναι γύρω στα σαράντα χρόνων. Το βλέμμα του γυαλίζει χωρίς προηγούμενο. Με το ζόρι μπορεί να ισορροπήσει στις στροφές και τα τινάγματα του λεωφορείου. Το τζανκυ ειναι πατέρας, και έχει ένα μωρό σε ένα καρότσι. Το τζανκυ κρατάει ένα μπιμπερό και κοιτάζει το μωρό. Το βλέμμα του σαν να το διαπερνάει. Σαν να κοιτάει ένα ανύπαρκτο στόχο. Κι όμως είναι το παιδί του. Σε μια στάση, κάποιοι επιβάτες πρέπει να βγούνε έξω, ώστε κάποιοι άλλοι να κατέβουν. Ο οδηγός αφήνει κάποιους να ξαναμπούν αλλά ξεκινάει μάλλον γρήγορα. Καπoioi επιβάτες έχουν μείνει έξω. Το τζανκυ ωρύεται με μια σπαρακτική φωνή ρωτάει τον οδηγό ξανά και ξανά, „μπορω να πάρω τη γυναίκα μου μαζί, σε ρωτάω με αφήνεις να έχω και τη γυναίκα μου μαζί μου στο λεωφορείο...;“

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen